- ἀπαραιτήτους
- ἀπαραίτητοςnot to be moved by prayermasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
διαμέρισμα — το 1. τμήμα, μέρος ενός διαχωρισμένου συνόλου 2. (για οικήματα) σύνολο δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως κατοικία οικογένειας είτε ατόμου ή για γραφεία 3. τμήμα πόλης 4. μεγάλη διοικητική περιφέρεια 5.… … Dictionary of Greek
μυκήτωμα — το [μύκης] 1. ιατρ. φλεγμονώδης υποδόριος ψευδοόγκος, που συνήθως εντοπίζεται στα κάτω άκρα, αλλά ορισμένες φορές και σε άλλα μέρη τού σώματος 2. εντομολ. σύνολο συμβιωτικών κυττάρων που βρίσκονται στο έντερο μερικών ειδών εντόμων και καλούνται… … Dictionary of Greek
πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και … Dictionary of Greek
πιλοτάρισμα — το, Ν 1. ναυτ. το σύνολο τών χειρισμών, με τους οποίους ένα πλοίο εκτελεί τους απαραίτητους ελιγμούς κατά την κίνησή του μέσα σε λιμάνια ή διώρυγες 2. (αεροπ.) η διακυβέρνηση αεροσκάφους κατά τη διάρκεια τής πτήσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοτάρω, κατά… … Dictionary of Greek
πιλοτάρω — Ν·1. κατευθύνω πλοίο ως πιλότος, ως πλοηγός 2. κυβερνώ, διευθύνω με τους απαραίτητους χειρισμούς αεροσκάφος ή όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pilotare (βλ. λ. πιλότος)] … Dictionary of Greek
προευτρεπιστής — ὁ, Α [προευτρεπίζω] αυτός που κάνει τους απαραίτητους προευτρεπισμούς, τις απαραίτητες προετοιμασίες … Dictionary of Greek